χαιρετίσματα

χαιρετίσματα
χαιρέτισμα
greeting
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαιρέτισμα — το, Ν [χαιρετίζω] 1. χαιρετισμός 2. στον πληθ. τα χαιρετίσματα α) αποστολή, με γράμμα ή διαβίβαση μέσω άλλου, χαιρετισμού, ευχών και εκδηλώσεων αγάπης σε κάποιον («τα χαιρετίσματά μου στην οικογένειά σου») β) (χωρίς αρθρ.) χαιρετίσματα ειρων. α)… …   Dictionary of Greek

  • χαιρέτισμα — το, ατος 1. χαιρετισμός. 2. ο πληθ., τα χαιρετίσματα οι χαιρετισμοί που διαβιβάζονται με επιστολή ή με τρίτο πρόσωπο σε κάποιον: Διαβιβάζεις τα χαιρετίσματά μου στους γονείς σου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • Dendrinos — Yerásimos Dendrinós Yerásimos Dendrinós (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • Gerasimos Dendrinos — Yerásimos Dendrinós Yerásimos Dendrinós (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • Yerasimos Dendrinos — Yerásimos Dendrinós Yerásimos Dendrinós (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • Yerásimos Dendrinós — (en grec Γεράσιμος Δενδρινός), né en 1955 au Pirée, est un écrivain grec. Sommaire 1 Formation 2 Publications 3 Source …   Wikipédia en Français

  • ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… …   Dictionary of Greek

  • δέον — το (AM δέον) το δέον, τα δέοντα το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που πρέπει να γίνει («υπέρ το δέον», «πέραν του δέοντος» υπερβολικά) νεοελλ. στον πληθ. τα δέοντα τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη μητέρα σου») αρχ. φρ. α) «ἐν δέοντι» στον… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”